- τελούμαι
- τελούμαι, τελέστηκα, τετελεσμένος βλ. πίν. 78
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
τελοῦμαι — τέλλω accomplish fut ind mid 1st sg (attic epic doric) τελέω fulfil fut ind mid 1st sg (attic epic doric) τελέω fulfil pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσυντέλεστος — εὐσυντέλεστος, ον (Α) αυτὸς που συντελείται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν τελούμαι] … Dictionary of Greek
ολιγανθρωπώ — ὀλιγανθρωπῶ, έω (ΑΜ) [ολιγάνθρωπος] (ενεργ. και μέσ.) είμαι ολιγάνθρωπος, τελούμαι από λίγους ανθρώπους («ἐὰν ἱερὰ ὀλιγανθρωπῆ» εάν οι θυσίες τελούνται από λιγότερους ιερείς από όσους πρέπει, πάπ.) … Dictionary of Greek
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
προσέρχομαι — ΝΜΑ 1. έρχομαι προς κάποιον ή προς κάτι, πλησιάζω ένα πρόσωπο ή σε έναν χώρο (α. «στην εξέδρα άρχισαν να προσέρχονται οι επίσημοι» β. «ὧνπερ ἕνεκεν καὶ Σωκράτει προσῆλθον», Ξεν.) 2. έρχομαι κάπου λόγω υποχρέωσης, παρουσιάζομαι κάπου για εκπλήρωση … Dictionary of Greek
τελώ — τελῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. τελείω Α 1. εκτελώ, επιτελώ, ενεργώ, διενεργώ (α. «θα τελέσουν τους γάμους του στον ιερό ναό τού Αγίου Δημητρίου» β. «τὰ δ ἱερὰ νύκτωρ ἤ μεθ ἡμέραν τελεῑς;», Ευρ.) 2. (στον παθ. παρακμ. ως τριτοπρόσ.) τετέλεσται!… … Dictionary of Greek
τελώ — τέλεσα, τελέστηκα, (τε)τελεσμένος 1. μτβ., πραγματοποιώ, κάνω: Τελώ τους γάμους μου. 2. αμτβ., είμαι, βρίσκομαι: Τελεί προφυλακισμένος. 3. το μέσ., τελούμαι πραγματοποιούμαι, γίνομαι: Τελέστηκαν τα εγκαίνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)